- χειμάμυνα
- χειμάμυναdefence against winterfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειμάμυνα — ἡ, Α βαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα] … Dictionary of Greek
χειμάμυναι — χειμάμυνα defence against winter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάμυναν — χειμάμυνα defence against winter fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… … Dictionary of Greek